- ἀθαλής
- ἀθᾰλής or [full] ἀθαλλής, ές, of the laurel,A not verdant, withered, Plu. Pomp.31, Orac. ap. Ath.12.524b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αθαλής — ἀθαλὴς και λλής, ές (Α) (για τη δάφνη) αυτή που δεν είναι χλωρή, πράσινη, αλλά μαραμένη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἀθαλὴς < θάλος, το, ενώ ο τ. ἀθαλλὴς (με δυο λ) < θάλλω] … Dictionary of Greek
ἀθαλέας — ἀθαλής not verdant masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάλος — θάλος, εος, το (Α) μικρό παιδί, βλαστάρι («Ἡρακλέης, σεμνόν θάλος Αλκαϊδᾶν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θαλ τού θάλλω. Ως β συνθετικό απαντά με τη μορφή θαλής. ΣΥΝΘ. αειθαλής, αθαλής, αμφιθαλής, ετεροθαλής, ευθαλής αρχ. αϊθαλής, αρτιθαλής,… … Dictionary of Greek